Μάνγκο


Project Description

Το Μάνγκο είναι ο καρπός του αειθαλούς καρποφόρου δέντρου με την πυκνή κόμη του γένους Μανγκοφόρος (Mangifera). Τα φύλλα του είναι βαθυπράσινα και δερματώδη ενώ τα άνθη μικρά, αρωματικά και κιτρινωπά. Το μάνγκο είναι ένα χυμώδες πυρηνόκαρπο φρούτο και παράγεται από πολυάριθμα τροπικά καρποφόρα δέντρα, τα οποία καλλιεργούνται κυρίως για τα βρώσιμα φρούτα τους. Οι καρποί του είναι χυμώδεις, σφαιρικοί ή ωοειδείς και μπορεί να ζυγίζουν έως και τα 500 γρ. Σε ορισμένα δέντρα υπάρχει η τάση να καρποφορούν χρόνο παρά χρόνο, με ασυνήθιστα καλή παραγωγή. Το κάθε δέντρο δύναται να παραγάγει ανά σοδειά έως και 1000 καρπούς μάνγκο.

Η πλειονότητα αυτών των ειδών βρίσκονται στη φύση ως άγρια μάνγκο. Όλα ανήκουν στα ανθοφόρα φυτά της οικογένειας των Ανακαρδιοειδών (Anacardiaceae). Το μάνγκο προέρχεται από τη Νότια και τη Νοτιοανατολική Ασία, από όπου έχει εξαπλωθεί σε όλο τον κόσμο για να γίνει ένα από τα πιο καλλιεργούμενα φρούτα στους τροπικούς. Η υψηλότερη συγκέντρωση του γένους Μανγκοφόρος (Mangifera) βρίσκεται στην Ινδία.
Ενώ άλλα είδη Mangifera (π.χ. το χόρς μάνγκο (Μ. foetida) Μ. η δυσώδης) καλλιεργούνται επίσης σε μια πιο τοπική βάση, η Μ. η ινδική (Mangifera indica) γνωστή ως το "κοινό μάνγκο" ή το "Ινδικό μάνγκο", είναι το μόνο ευρέως καλλιεργούμενο δέντρο μάνγκο σε πολλές τροπικές και υποτροπικές περιοχές. Προέρχεται από την Ινδική υποήπειρο (σημερινή Ινδία και Πακιστάν) και τη Βιρμανία.

Είναι το εθνικό φρούτο της Ινδίας, του Πακιστάν και των Φιλιππίνων και το εθνικό δέντρο του Μπαγκλαντές. Σε αρκετές κουλτούρες, τα φρούτα και τα φύλλα του, χρησιμοποιούνται σε τελετουργικούς ανθοστολισμούς γάμων, σε δημόσιες γιορτές και σε θρησκευτικές τελετές.

    Περιγραφη

    Το μάνγκο είναι το μεγαλύτερο οπωροφόρο δένδρο στον κόσμο, ικανό να φθάσει σε ύψος τα 35-40 μέτρα (115–131 πόδια), με μέση ακτίνα τα 10 μέτρα (33 πόδια). Τα δέντρα είναι μακρόβια, καθώς ορισμένα δείγματα εξακολουθούν να φέρουν καρπούς μετά και από 300 χρόνια. Συνήθως η καρποφορία ξεκινά τον 4ο με 6ο χρόνο από την φύτευσή του και η παραγωγή μειώνεται όταν το δέντρο είναι περίπου 40 ετών. Σε βαθιά εδάφη, η κύρια ρίζα κατεβαίνει σε βάθος 6 μέτρων (20 ποδών), με άφθονη, ευρεία εξάπλωση ριζών τροφοδοσίας, το δέντρο αποστέλλει επίσης τις πολλές ρίζες αγκίστρωσης, που διεισδύουν αρκετά μέτρα εντός του εδάφους. Τα φύλλα είναι άφθονα, εναλλασσόμενα, δερματώδη, γυαλιστερά βαθυπράσινα, λογχοειδή, έως 30 εκ. (12 ίντσες), μυτερά στις άκρες τους και αρωματικά όταν τριφτούν. Όταν τα φύλλα είναι νέα, είναι πορτοκαλί-ροζ, ταχέως μεταβαλλόμενα σε ένα σκούρο, γυαλιστερό κόκκινο, στη συνέχεια και καθώς ωριμάζουν, σε σκούρο πράσινο. Τα άνθη παράγονται σε τερματικές φούντες 10-40 εκ (3.9 έως 15.7 in) μάκρος. Κάθε λουλούδι είναι μικρό και άσπρο με πέντε πέταλα 5-10 χιλ. (0,20 έως 0,39 in) μακριά, με μια ήπια, γλυκιά οσμή που υποδηλώνει κρίνο της κοιλάδας. Πάνω από 400 ποικιλίες των μάνγκο είναι γνωστές, πολλές από τις οποίες ωριμάζουν το καλοκαίρι, ενώ ορισμένες δίνουν διπλή σοδειά. Για να ωριμάσει ο καρπός, χρειάζεται τρεις έως έξι μήνες. Εάν ο καρπός κοπεί ανώριμος, τότε δεν θα αναπτυχθεί η καλύτερή του γεύση, η ωρίμανσή του όμως, θα συνεχιστεί και μετά τη συγκομιδή.

    Το ώριμο φρούτο διαφέρει σε μέγεθος και χρώμα. Οι καλλιέργειες  διαφέρουν ποικιλοτρόπως σε κίτρινες, πορτοκαλί, κόκκινες, ή πράσινες και φέρουν ένα ενιαίο στενόμακρο πεπλατυσμένο κέλυφος το οποίο μπορεί να είναι ινώδες ή τριχωτό στην επιφάνεια και το οποίο δεν διαχωρίζεται εύκολα από τον πολτό. Τα ώριμα, μη αποφλοιωμένα μάνγκο αναδύουν ένα διακριτικό ρητινώδες, γλυκό άρωμα. Μέσα στο κέλυφος (πάχους 1-2 χιλ.) υπάρχει μια λεπτή επένδυση η οποία καλύπτει ένα μεμονωμένο σπόρο (μήκους 4-7 χιλ.). Ο σπόρος περιέχει το έμβρυο φυτό. Τα μάνγκο έχουν "απείθαρχους" σπόρους, οι οποίοι δεν επιβιώνουν στην κατάψυξη και στην ξήρανση.

    Καλλιεργεια

    Τα μάνγκο καλλιεργούνται στη Νότια Ασία για χιλιάδες χρόνια και φτάσανε στην Ανατολική Ασία μεταξύ του 5ου και 4ου αι π.Χ. Η καλλιέργειά του στην Ανατολική Αφρική (Κένυα, Ουγκάντα, Τανζανία), ξεκίνησε κατά το 10ο αι μ.Χ. Ο Μαροκινός ταξιδιώτης του 14ου αι Ιμπν Μπαττούτα (Ibn Battuta) το ανέφερε στο Μογκαντίσου. Η καλλιέργειά του ήρθε αργότερα στη Βραζιλία, τις Δυτικές Ινδίες και το Μεξικό, όπου το κατάλληλο κλίμα, επέτρεψε την ανάπτυξή του. Το μάνγκο πλέον καλλιεργείται στα περισσότερα τροπικά και θερμότερα υποτροπικά κλίματα που δεν έχουν παγετό. Σχεδόν το ήμισυ της παραγωγής των μάνγκο παγκοσμίως, καλλιεργούνται αποκλειστικά στην Ινδία, με τη δεύτερη μεγαλύτερη πηγή παραγωγής να είναι στην  Κίνα. Τα μάνγκο καλλιεργούνται επίσης στην Ανδαλουσία της Ισπανίας (κυρίως στην επαρχία της Μάλαγα), καθώς το παράκτιο υποτροπικό της κλίμα είναι ένα από τα λίγα μέρη στην ηπειρωτική Ευρώπη, που επιτρέπει την ανάπτυξη των τροπικών φυτών και οπωροφόρων δέντρων. Οι Κανάριοι Νήσοι είναι άλλη μια αξιόλογη Ισπανική παραγωγός του καρπού. Άλλοι καλλιεργητές υπάρχουν στη Βόρεια Αμερική (στη Νότια Φλόριντα και στη Καλιφόρνια, στην κοιλάδα Coachella), Νότια και Κεντρική Αμερική, την Καραϊβική, τη Χαβάη, τη Νότια, Δυτική και την Κεντρική Αφρική, την Αυστραλία, την Κίνα, το Πακιστάν, το Μπαγκλαντές και τη Νοτιοανατολική Ασία. Αν και η Ινδία είναι ο μεγαλύτερος παραγωγός των μάνγκο, αντιπροσωπεύει ποσοστό λιγότερο από το 1% του διεθνούς εμπορίου μάνγκο. Η Ινδία καταναλώνει το μεγαλύτερο μέρος της δικής της παραγωγής.