Δεματικά


    Σελινο

    Το σέλινο (επιστ. Σέλινον το βαρύοσμον, Apium graveolens) είναι διετές, ιθαγενές φυτό του γένους Σέλινον (Apium) της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae) (συν. Σκιαδοφόρων (Umbelliferae)).

    Έντονα αρωματικό φυτό, με σκληρό βλαστό, ρίζες σαρκώδεις και ινώδεις, φύλλα με διαιρεμένο έλασμα, οι μίσχοι κυρτωμένοι δημιουργούν αυλάκι.

    Το ύψος του φτάνει τα 90 εκατοστά και τα σπόρια του είναι αρωματικά, με ίδιο άρωμα με αυτό του φυτού αλλά με πικρότερη και πιο καυστική γεύση.

    Πολλαπλασιάζεται με σπορά σε θερμοκήπια ή ειδικά σπορεία και στη συνέχεια μεταφυτεύεται σε μικρά σακουλάκια αφού περάσουν 5-7 εβδομάδες.

    Όταν το ύψος των φυταρίων φτάσει τα 20 εκατοστά περίπου τότε φυτεύονται στην τελική τους θέση.

    Οι απαιτήσεις σε νερό είναι μεγάλες και το τακτικό πότισμα είναι απαραίτητο ενώ η λίπανση του εδάφους είναι αναγκαία και πρέπει να γίνεται είτε με κοπριά είτε με ειδικά λιπάσματα.

    Το έντονο άρωμα που έχει το σέλινο οφείλεται σε αιθέριο έλαιο που δίνει στο φυτό ορεκτικές, χωνευτικές και τονωτικές ιδιότητες.

    Περιέχει σίδηρο, ασβέστιο, φώσφορο και βιταμίνες C, B1, B2 και Κ. Θεωρείται ότι έχει φαρμακευτικές ιδιότητες και μπορεί να χρησιμοποιηθεί σε παθήσεις των νεφρών και της ουροδόχου κύστης καθώς και κατά των αρθριτικών παθήσεων.

    Υπάρχουν 3 βασικές ποικιλίες σέλινου.

    • Η μία (var. rapaceum) με μεγάλη σαρκώδη ρίζα τη γνωστή σελινόριζα (eng. Celeriac or Celery root), που καλλιεργείται για αυτή και τρώγεται ωμή, σαλάτα, σε σούπες και μαγειρεμένη με διάφορους συνδυασμούς,
    • Η δεύτερη (var. dulce), αποκαλείται και σέλερι (eng. Celery). Είναι η πιο γνωστή διεθνώς, με σαρκώδεις μεγάλους μίσχους οι οποίοι τρώγονται είτε ωμοί είτε μαγειρεμένοι. Τα φύλα της ποικιλίας συνήθως δεν καταναλώνονται (έχουν πικρή γεύση).
    • Η τρίτη (var. secalinum) είναι αυτή που στην Ελλάδα αποκαλούμε σέλινο (eng. Leaf Celery, or Cutting Celery). Έχει λεπτούς μίσχους και πλούσιο φύλλωμα. Καλλιεργείται για τα φύλα της τα οποία τρώγονται είτε ωμά, είτε μαγειρεμένα.

    Τα σπόρια του χρησιμοποιούνται σε διάφορες σούπες και τουρσιά ως μπαχαρικό καθώς επίσης και στην αρωματοποιία.

    Μαϊντανος

    Ο μαϊντανός είναι διετές, ιθαγενές φυτό που ανήκει στο γένος Πετροσέλινον (Petroselinum) της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae) [συν. Σκιαδοφόρων (Umbelliferae)]. Καλλιεργείται στις εύκρατες περιοχές για τα φύλλα του που χρησιμοποιούνται στη μαγειρική και σε διάφορες σαλάτες.

    Ήταν γνωστός στους αρχαίους Έλληνες που τον χρησιμοποιούσαν ως αρωματικό βότανο αλλά και ως φάρμακο σε διάφορες παθήσεις.

    Κατά τον πρώτο χρόνο ανάπτυξης του φυτού εμφανίζονται τα σύνθετα κατσαρά βαθυπράσινα φύλλα σχηματίζοντας ομάδες. Στην συνέχεια εμφανίζονται διάφορα ψηλά ανθοφόρα στελέχη που στην κορυφή τους φέρουν μικρά κιτρινοπράσινα άνθη και ακολουθούνται από μικρά σπόρια.

    Τα φύλλα του μαϊντανού είναι πλούσια σε βιταμίνη C, ενώ περιέχουν και αιθέρια έλαια. Εκτός από φρέσκα μπορούν να χρησιμοποιηθούν και αποξηραμένα.

    Κάποια ποικιλία μαϊντανού σχηματίζει μια μεγάλη ρίζα όμοια με του σέλινου και τρώγεται βραστή σε διάφορες χώρες της Ευρώπης.

    Στην Ελλάδα αλλά και σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες χρησιμοποιείται όχι μόνο ως συστατικό αλλά και ως διακοσμητικό σαλατών ή πιάτων κρέατος, ενώ στην Τουρκία, χρησιμοποιείται σε μεγάλες ποσότητες στη σαλάτα, είτε μαζί με ψιλοκομμένη τομάτα είτε και μόνος του.

    ανηθος

    Ο Άνηθος (επιστ.: Άνηθον το βαρύοσμον, Anethum graveolens) είναι φυτό της οικογένειας των Σελινοειδών (Apiaceae) (συν. Σκιαδοφόρων (Umbelliferae)). Είναι ιθαγενές, μονοετές των Μεσογειακών χωρών και της νότιας Ρωσίας.

    Το ύψος του φτάνει τα 80 εκατοστά, ο βλαστός του είναι κοίλος και γραμμωτός, η ρίζα γογγυλώδης, τα φύλλα του πτερωτά νηματοειδή.

    Ο άνηθος ήταν γνωστός στην Αρχαία Ελλάδα με τις ονομασίες άνηθον και άνησον. Από τα άνθη του παρασκεύαζαν άρωμα, ενώ το πρόσθεταν σε διάφορα κρασιά που είχαν την ονομασία ανηθίτης οίνος.

    Ακόμα, στεφάνωναν τους νικητές με ανθισμένα κλαδιά άνηθου, και με το αιθέριο έλαιο των καρπών του άλειφαν το σώμα τους οι αθλητές γιατί το θεωρούσαν χαλαρωτικό και τονωτικό των μυών.

    Σήμερα το φυτό χρησιμοποιείται στη μαγειρική σε σαλάτες, σούπες, διάφορες σάλτσες και αλλού. Το χαρακτηριστικό του άρωμα μοιάζει με αυτό του γλυκάνισου και οι σπόροι του χρησιμοποιούνται στον αρωματισμό διαφόρων φαγητών, ενώ μπορεί να διατηρηθεί και αποξηραμένος.

    Στη φαρμακευτική η δράση του θεωρείται ευεργετική κατά διαφόρων κολικών, ενώ χρησιμοποιείται και ως διουρητικό και τονωτικό.

    Καλλιεργείται σε ευρύτερη κλίμακα στην Ευρώπη, τη Βόρεια Αμερική και την Ασία. Η Ινδία είναι πρώτη στον κόσμο σε παραγωγή άνηθου. Ακολουθούν η Κίνα, το Μεξικό και η Ισπανία.